- πνέοντα
- дующий
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
πνέοντα — πνέω blow pres part act neut nom/voc/acc pl πνέω blow pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνέονθ' — πνέοντα , πνέω blow pres part act neut nom/voc/acc pl πνέοντα , πνέω blow pres part act masc acc sg πνέοντι , πνέω blow pres part act masc/neut dat sg πνέοντι , πνέω blow pres ind act 3rd pl (doric) πνέοντε , πνέω blow pres part act masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνέοντ' — πνέοντα , πνέω blow pres part act neut nom/voc/acc pl πνέοντα , πνέω blow pres part act masc acc sg πνέοντι , πνέω blow pres part act masc/neut dat sg πνέοντι , πνέω blow pres ind act 3rd pl (doric) πνέοντε , πνέω blow pres part act masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARGESTES — Graece Α᾿ργεςτὴς, venti Noti seu Austri species. Eustath. in Odys. φ. tradit, quod ἀργέςτης barytone ut plurimum sit venti nomen, oxytone autem νότου ἐπίθετον, ut Homer. Il. λευκὸν. v. 306. Α᾿ργέςταο νότοιο, hoc est, λευκοῦ, ab αργὸν quod est… … Hofmann J. Lexicon universale
στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek